μυροφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυροφόρος η μυροφόρα το μυροφόρο
      γενική του μυροφόρου της μυροφόρας του μυροφόρου
    αιτιατική τον μυροφόρο τη μυροφόρα το μυροφόρο
     κλητική μυροφόρε μυροφόρα μυροφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυροφόροι οι μυροφόρες τα μυροφόρα
      γενική των μυροφόρων των μυροφόρων των μυροφόρων
    αιτιατική τους μυροφόρους τις μυροφόρες τα μυροφόρα
     κλητική μυροφόροι μυροφόρες μυροφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυροφόρος < (ελληνιστική κοινή) μυροφόρος < μύρ(ον) + -ο- + -φόρος

Επίθετο

μυροφόρος, -α / -ος (λόγιο), -ο

  1. που παράγει μύρο
  2. που περιέχει μύρο
  3. που μεταφέρει μύρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.