μυροβόλος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μυροβόλος < μύρον + -βόλος

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.ɾoˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυροβόλος

Επίθετο

μυροβόλος αρσενικό ή θηλυκό, μυροβόλο ουδέτερο

Συνώνυμα

  • μύρον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.