μυροποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυροποιία οι μυροποιίες
      γενική της μυροποιίας των μυροποιιών
    αιτιατική τη μυροποιία τις μυροποιίες
     κλητική μυροποιία μυροποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυροποιία < μύρ(ο) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

μυροποιία θηλυκό

  1. η παρασκευή αρωμάτων
  2. η εγκατάσταση / βιομηχανία παρασκευής αρωμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.