μυροποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυροποιός οι μυροποιοί
      γενική του μυροποιού των μυροποιών
    αιτιατική τον μυροποιό τους μυροποιούς
     κλητική μυροποιέ μυροποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυροποιός < μύρ(ο) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

μυροποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) παραγωγός μύρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.