μυροβλύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυροβλύτης οι μυροβλύτες
      γενική του μυροβλύτη των μυροβλυτών
    αιτιατική τον μυροβλύτη τους μυροβλύτες
     κλητική μυροβλύτη μυροβλύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυροβλύτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μυροβλύτης < μύρον + (ελληνιστική κοινή) βλύζω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.ɾoˈvli.tis/

Ουσιαστικό

μυροβλύτης αρσενικό (θηλυκό μυροβλύτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.