μυωπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυωπικός | η | μυωπική | το | μυωπικό |
| γενική | του | μυωπικού | της | μυωπικής | του | μυωπικού |
| αιτιατική | τον | μυωπικό | τη | μυωπική | το | μυωπικό |
| κλητική | μυωπικέ | μυωπική | μυωπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυωπικοί | οι | μυωπικές | τα | μυωπικά |
| γενική | των | μυωπικών | των | μυωπικών | των | μυωπικών |
| αιτιατική | τους | μυωπικούς | τις | μυωπικές | τα | μυωπικά |
| κλητική | μυωπικοί | μυωπικές | μυωπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μυωπικός < μύωπας
Επίθετο
μυωπικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη μυωπία ή το μύωπα
- (μεταφορικά) που δεν έχει διορατικότητα, που προσκολλάται στο παρελθόν και δεν μπορεί να προβλέψει νέες εξελίξεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.