μύωπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μύωπας οι μύωπες
      γενική του μύωπα των μυώπων
    αιτιατική τον μύωπα τους μύωπες
     κλητική μύωπα μύωπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μύωπας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μύωψ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.o.pas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύωπας

Ουσιαστικό

μύωπας αρσενικό

  1. αυτός που πάσχει από μυωπία
  2. (μεταφορικά) αυτός που είναι ανίκανος να καταλάβει τις απώτερες αιτίες η τα απώτερα αποτελέσματα των πράξεων του

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.