στενοκέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενοκέφαλος η στενοκέφαλη το στενοκέφαλο
      γενική του στενοκέφαλου της στενοκέφαλης του στενοκέφαλου
    αιτιατική τον στενοκέφαλο τη στενοκέφαλη το στενοκέφαλο
     κλητική στενοκέφαλε στενοκέφαλη στενοκέφαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενοκέφαλοι οι στενοκέφαλες τα στενοκέφαλα
      γενική των στενοκέφαλων των στενοκέφαλων των στενοκέφαλων
    αιτιατική τους στενοκέφαλους τις στενοκέφαλες τα στενοκέφαλα
     κλητική στενοκέφαλοι στενοκέφαλες στενοκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στενοκέφαλος < στενός + κεφάλι

Επίθετο

στενοκέφαλος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει περιορισμένη πνευματική αντίληψη
  2. αυτός που επιμένει παράλογα στις απόψεις του

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.