στενοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στενοκέφαλος | η | στενοκέφαλη | το | στενοκέφαλο |
| γενική | του | στενοκέφαλου | της | στενοκέφαλης | του | στενοκέφαλου |
| αιτιατική | τον | στενοκέφαλο | τη | στενοκέφαλη | το | στενοκέφαλο |
| κλητική | στενοκέφαλε | στενοκέφαλη | στενοκέφαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στενοκέφαλοι | οι | στενοκέφαλες | τα | στενοκέφαλα |
| γενική | των | στενοκέφαλων | των | στενοκέφαλων | των | στενοκέφαλων |
| αιτιατική | τους | στενοκέφαλους | τις | στενοκέφαλες | τα | στενοκέφαλα |
| κλητική | στενοκέφαλοι | στενοκέφαλες | στενοκέφαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
στενοκέφαλος, -η, -ο
- αυτός που έχει περιορισμένη πνευματική αντίληψη
- αυτός που επιμένει παράλογα στις απόψεις του
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.