myopic

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός myopic
συγκριτικός more myopic
υπερθετικός most myopic

Ετυμολογία

myopic < myopia + -ic

Επίθετο

myopic (en)

  1. μυωπικός, που αναφέρεται στη μυωπία
    myopic vision - μυωπική όραση
  2. μυωπικός, έλλειψη προσεκτικής σκέψης για τις πιθανές επιπτώσεις από κάτι ή για το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον
    myopic policy - μυωπική πολιτική

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.