οξύνους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | οξύνους | το | οξύνουν | ||
| γενική | του/της | οξύνου | του | οξύνου | ||
| αιτιατική | τον/την | οξύνου | το | οξύνουν | ||
| κλητική | οξύνους* | οξύνουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | οξύνοες | τα | οξύνοα | ||
| γενική | των | οξυνόων | των | οξυνόων | ||
| αιτιατική | τους/τις | οξύνοες | τα | οξύνοα | ||
| κλητική | οξύνοες | οξύνοα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οξύνους < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὀξύνους < ὀξύς + νοῦς / νόος. Συγχρονικά αναλύεται σε οξύ- + -νους.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈksi.nus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξύ‐νους
Αντώνυμα
Αναφορές
- οξύνους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.