διορατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διορατικός | η | διορατική | το | διορατικό |
| γενική | του | διορατικού | της | διορατικής | του | διορατικού |
| αιτιατική | τον | διορατικό | τη | διορατική | το | διορατικό |
| κλητική | διορατικέ | διορατική | διορατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διορατικοί | οι | διορατικές | τα | διορατικά |
| γενική | των | διορατικών | των | διορατικών | των | διορατικών |
| αιτιατική | τους | διορατικούς | τις | διορατικές | τα | διορατικά |
| κλητική | διορατικοί | διορατικές | διορατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διορατικός < (ελληνιστική κοινή) διορατικός
Επίθετο
διορατικός -ή -ό
- που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη ροή των εξελίξεων και να σχηματίζει αντίληψη για το πώς θα είναι τα πράγματα στο μέλλον
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διορατικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.