-ωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ωμένος | η | -ωμένη | το | -ωμένο |
| γενική | του | -ωμένου | της | -ωμένης | του | -ωμένου |
| αιτιατική | τον | -ωμένο | τη(ν) | -ωμένη | το | -ωμένο |
| κλητική | -ωμένε | -ωμένη | -ωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ωμένοι | οι | -ωμένες | τα | -ωμένα |
| γενική | των | -ωμένων | των | -ωμένων | των | -ωμένων |
| αιτιατική | τους | -ωμένους | τις | -ωμένες | τα | -ωμένα |
| κλητική | -ωμένοι | -ωμένες | -ωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ω‐μέ‐νος
Επίθημα
-ωμένος, -η, -π
- επίθημα σχηματισμού επιθέτων από ουσιαστικά
- μπρατσωμένος, μυαλωμένος, φαγωμένος
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ωμένος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-ωμένος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.