εχέφρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εχέφρων & εχέφρονας |
η | εχέφρων | το | εχέφρον |
| γενική | του | εχέφρονος & εχέφρονα |
της | εχέφρονος | του | εχέφρονος |
| αιτιατική | τον | εχέφρονα | την | εχέφρονα | το | εχέφρον |
| κλητική | εχέφρων & εχέφρονα |
εχέφρων | εχέφρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εχέφρονες | οι | εχέφρονες | τα | εχέφρονα |
| γενική | των | εχεφρόνων | των | εχεφρόνων | των | εχεφρόνων |
| αιτιατική | τους | εχέφρονες | τις | εχέφρονες | τα | εχέφρονα |
| κλητική | εχέφρονες | εχέφρονες | εχέφρονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εχέφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐχέφρων < ἔχω + φρήν, γενική του φρενός (μυαλό, νους)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈçe.fɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐χέ‐φρων
Επίθετο
εχέφρων, -ων, -ον
- (λόγιο) που είναι λογικός, που είναι σε μια υγιεινή ψυχολογική κατάσταση
- ※ Κι ἐπειδή σέ μιά στιγμή ὑπερνευρικότητας ἔκανα κάτι τό ὑπερβολικό, μέ βγάζουν τρελό! Μά αὐτό μποροῦσε νά τό 'κανε ὁ κάθε ἐχέφρων, σέ μιά πρόσκαιρη ἔξαρση ὀργῆς!
- Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος, 1956 [μυθιστόρημα]
- άλλες μορφές: εχέφρονας
- ※ Κι ἐπειδή σέ μιά στιγμή ὑπερνευρικότητας ἔκανα κάτι τό ὑπερβολικό, μέ βγάζουν τρελό! Μά αὐτό μποροῦσε νά τό 'κανε ὁ κάθε ἐχέφρων, σέ μιά πρόσκαιρη ἔξαρση ὀργῆς!
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εχέφρων
|
→ δείτε τη λέξη λογικός |
Πηγές
- εχέφρων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.