ισομοιράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισομοιράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰσομοιράζω < αρχαία ελληνική ἰσομοιρέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.miˈɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐μοι‐ρά‐ζω
Ρήμα
ισομοιράζω, αόρ.: ισομοίρασα, παθ.φωνή: ισομοιράζομαι, π.αόρ.: ισομοιράστηκα, μτχ.π.π.: ισομοιρασμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ισομοιράζω | ισομοίραζα | θα ισομοιράζω | να ισομοιράζω | ισομοιράζοντας | |
| β' ενικ. | ισομοιράζεις | ισομοίραζες | θα ισομοιράζεις | να ισομοιράζεις | ισομοίραζε | |
| γ' ενικ. | ισομοιράζει | ισομοίραζε | θα ισομοιράζει | να ισομοιράζει | ||
| α' πληθ. | ισομοιράζουμε | ισομοιράζαμε | θα ισομοιράζουμε | να ισομοιράζουμε | ||
| β' πληθ. | ισομοιράζετε | ισομοιράζατε | θα ισομοιράζετε | να ισομοιράζετε | ισομοιράζετε | |
| γ' πληθ. | ισομοιράζουν(ε) | ισομοίραζαν ισομοιράζαν(ε) |
θα ισομοιράζουν(ε) | να ισομοιράζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ισομοίρασα | θα ισομοιράσω | να ισομοιράσω | ισομοιράσει | ||
| β' ενικ. | ισομοίρασες | θα ισομοιράσεις | να ισομοιράσεις | ισομοίρασε | ||
| γ' ενικ. | ισομοίρασε | θα ισομοιράσει | να ισομοιράσει | |||
| α' πληθ. | ισομοιράσαμε | θα ισομοιράσουμε | να ισομοιράσουμε | |||
| β' πληθ. | ισομοιράσατε | θα ισομοιράσετε | να ισομοιράσετε | ισομοιράστε | ||
| γ' πληθ. | ισομοίρασαν ισομοιράσαν(ε) |
θα ισομοιράσουν(ε) | να ισομοιράσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ισομοιράσει | είχα ισομοιράσει | θα έχω ισομοιράσει | να έχω ισομοιράσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ισομοιράσει | είχες ισομοιράσει | θα έχεις ισομοιράσει | να έχεις ισομοιράσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ισομοιράσει | είχε ισομοιράσει | θα έχει ισομοιράσει | να έχει ισομοιράσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ισομοιράσει | είχαμε ισομοιράσει | θα έχουμε ισομοιράσει | να έχουμε ισομοιράσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ισομοιράσει | είχατε ισομοιράσει | θα έχετε ισομοιράσει | να έχετε ισομοιράσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ισομοιράσει | είχαν ισομοιράσει | θα έχουν ισομοιράσει | να έχουν ισομοιράσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ισομοιράζομαι | ισομοιραζόμουν(α) | θα ισομοιράζομαι | να ισομοιράζομαι | ||
| β' ενικ. | ισομοιράζεσαι | ισομοιραζόσουν(α) | θα ισομοιράζεσαι | να ισομοιράζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ισομοιράζεται | ισομοιραζόταν(ε) | θα ισομοιράζεται | να ισομοιράζεται | ||
| α' πληθ. | ισομοιραζόμαστε | ισομοιραζόμαστε ισομοιραζόμασταν |
θα ισομοιραζόμαστε | να ισομοιραζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ισομοιράζεστε | ισομοιραζόσαστε ισομοιραζόσασταν |
θα ισομοιράζεστε | να ισομοιράζεστε | (ισομοιράζεστε) | |
| γ' πληθ. | ισομοιράζονται | ισομοιράζονταν ισομοιραζόντουσαν |
θα ισομοιράζονται | να ισομοιράζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ισομοιράστηκα | θα ισομοιραστώ | να ισομοιραστώ | ισομοιραστεί | ||
| β' ενικ. | ισομοιράστηκες | θα ισομοιραστείς | να ισομοιραστείς | ισομοιράσου | ||
| γ' ενικ. | ισομοιράστηκε | θα ισομοιραστεί | να ισομοιραστεί | |||
| α' πληθ. | ισομοιραστήκαμε | θα ισομοιραστούμε | να ισομοιραστούμε | |||
| β' πληθ. | ισομοιραστήκατε | θα ισομοιραστείτε | να ισομοιραστείτε | ισομοιραστείτε | ||
| γ' πληθ. | ισομοιράστηκαν ισομοιραστήκαν(ε) |
θα ισομοιραστούν(ε) | να ισομοιραστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ισομοιραστεί | είχα ισομοιραστεί | θα έχω ισομοιραστεί | να έχω ισομοιραστεί | ισομοιρασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ισομοιραστεί | είχες ισομοιραστεί | θα έχεις ισομοιραστεί | να έχεις ισομοιραστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ισομοιραστεί | είχε ισομοιραστεί | θα έχει ισομοιραστεί | να έχει ισομοιραστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ισομοιραστεί | είχαμε ισομοιραστεί | θα έχουμε ισομοιραστεί | να έχουμε ισομοιραστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ισομοιραστεί | είχατε ισομοιραστεί | θα έχετε ισομοιραστεί | να έχετε ισομοιραστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ισομοιραστεί | είχαν ισομοιραστεί | θα έχουν ισομοιραστεί | να έχουν ισομοιραστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ισομοιρασμένος - είμαστε, είστε, είναι ισομοιρασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ισομοιρασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ισομοιρασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ισομοιρασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ισομοιρασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ισομοιρασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ισομοιρασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ισομοιράζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.