ισομοιράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ισομοιράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰσομοιράζω < αρχαία ελληνική ἰσομοιρέω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.so.miˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισομοιράζω

Ρήμα

ισομοιράζω, αόρ.: ισομοίρασα, παθ.φωνή: ισομοιράζομαι, π.αόρ.: ισομοιράστηκα, μτχ.π.π.: ισομοιρασμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.