μοιραστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μοιραστικός | η | μοιραστική | το | μοιραστικό |
| γενική | του | μοιραστικού | της | μοιραστικής | του | μοιραστικού |
| αιτιατική | τον | μοιραστικό | τη | μοιραστική | το | μοιραστικό |
| κλητική | μοιραστικέ | μοιραστική | μοιραστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μοιραστικοί | οι | μοιραστικές | τα | μοιραστικά |
| γενική | των | μοιραστικών | των | μοιραστικών | των | μοιραστικών |
| αιτιατική | τους | μοιραστικούς | τις | μοιραστικές | τα | μοιραστικά |
| κλητική | μοιραστικοί | μοιραστικές | μοιραστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
μοιραστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μοιραστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.