μοιράστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοιράστρα οι μοιράστρες
      γενική της μοιράστρας
    αιτιατική τη μοιράστρα τις μοιράστρες
     κλητική μοιράστρα μοιράστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοιράστρα < μοιραστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

μοιράστρα θηλυκό

  • (ποιητικός τύπος) αυτή που μοιράζει
    κι εγώ σερνόμουν προς αυτή με χέρια ολανοιγμένα, / και τα στοιχειά μού φώναζαν τρικυμισμένα: «Μη! / Tου σκοταδιού η αρχόντισσα, του δολερού η μοιράστρα (Κωστής Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.