deal

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
deal deals

deal (en)

  1. η συμφωνία, ο διακανονισμός, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να αγοράσω ή να κάνω κάτι
    Let’s make a deal, you will cook and I will clean the dishes.
    Θα κάνουμε μια συμφωνία, εσύ θα μαγειρέψεις κι εγώ θα πλύνω τα πιάτα.
    I sold my house in a private deal.
    Πούλησα το σπίτι μου με ιδιωτική συμφωνία.
    The superpowers must come to some sort of deal.
    Πρέπει οι υπερδυνάμεις να έλθουν σε κάποιο είδος διακανονισμού.
     συνώνυμα:  agreement και bargain
  2. (συνήθως ενικός) η μεταχείριση, ο τρόπος που μεταχειρίζεται κάποιος ή κάτι
    a fair and square deal - δίκαια και τίμια μεταχείριση
    a unfair/raw deal - άδικη/σκληρή μεταχείριση
  3. (χαρτοπαίγνιο) η σειρά κάποιου να μοιράσει
    It’s your deal.
    Είναι η σειρά σου να μοιράζεις.

Εκφράσεις

Ρήμα

deal (en)

  1. μοιράζω, δίνω στον καθένα το μερίδιό του
    the fighting is over; now we deal out the spoils of victory
  2. μοιράζω την τράπουλα
    I was dealt four aces.
    The cards were shuffled and dealt by the croupier.
  3. (αμετάβατο) διαπραγματεύομαι
    now you'll have to deal with me
  4. (αμετάβατο) εμπορεύομαι επαγγελματικά (συντάσσεται με την πρόθεση in)
    she deals in gold
  5. (αμετάβατο) πουλάω παράνομα ναρκωτικά
    this club takes a dim view of members who deal drugs

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

deal (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.