μοιραστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοιραστής οι μοιραστές
      γενική του μοιραστή των μοιραστών
    αιτιατική τον μοιραστή τους μοιραστές
     κλητική μοιραστή μοιραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοιραστής < μεσαιωνική ελληνική μοιραστής

Ουσιαστικό

μοιραστής αρσενικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μοιραστής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.