ξαναμοίρασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξαναμοίρασμα | τα | ξαναμοιράσματα |
| γενική | του | ξαναμοιράσματος | των | ξαναμοιρασμάτων |
| αιτιατική | το | ξαναμοίρασμα | τα | ξαναμοιράσματα |
| κλητική | ξαναμοίρασμα | ξαναμοιράσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ξαναμοίρασμα
|
→ δείτε τη λέξη αναδιανομή |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.