μικρόβιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μικρόβιο | τα | μικρόβια |
| γενική | του | μικροβίου & μικρόβιου |
των | μικροβίων |
| αιτιατική | το | μικρόβιο | τα | μικρόβια |
| κλητική | μικρόβιο | μικρόβια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικρόβιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microbe < αρχαία ελληνική μικρός + βίος
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈkɾo.vi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρό‐βι‐ο
Ουσιαστικό
μικρόβιο ουδέτερο
- (βιολογία) μονοκύτταρος μικροοργανισμός με μέγεθος μικρότερο από 0,1mm, ορατός μόνο με μικροσκόπιο
- (μεταφορικά, μειωτικό, οικείο) μικρόσωμος άνθρωπος που δεν τον υπολογίζουν
Συγγενικά
- αμικροβιακός
- αντιμικροβιακός
- μικροβιακός
- μικροβιοκτόνος
- μικροβιολογία
- μικροβιολογικός
- μικροβιολόγος
- μικροβιοφόρος
- υπερμικρόβιο
- → δείτε τις λέξεις μικρός και βίος
Υπώνυμα
- βακτήριο
- ιός
- μικροφύκη
- μύκητας
- πρωτόζωο
- ψευδομονάδα
-
μικρόβιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.