μικροβιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροβιακός η μικροβιακή το μικροβιακό
      γενική του μικροβιακού της μικροβιακής του μικροβιακού
    αιτιατική τον μικροβιακό τη μικροβιακή το μικροβιακό
     κλητική μικροβιακέ μικροβιακή μικροβιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροβιακοί οι μικροβιακές τα μικροβιακά
      γενική των μικροβιακών των μικροβιακών των μικροβιακών
    αιτιατική τους μικροβιακούς τις μικροβιακές τα μικροβιακά
     κλητική μικροβιακοί μικροβιακές μικροβιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μικροβιακός < μικρόβιο + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική microbien)

Επίθετο

μικροβιακός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.