ψευδομονάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψευδομονάδα | οι | ψευδομονάδες |
| γενική | της | ψευδομονάδας | των | ψευδομονάδων |
| αιτιατική | την | ψευδομονάδα | τις | ψευδομονάδες |
| κλητική | ψευδομονάδα | ψευδομονάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψευδομονάδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Pseudomonas, μορφολογικά αναλύεται ψευδο- + μονάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.