μικροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μικροσκόπιο | τα | μικροσκόπια |
| γενική | του | μικροσκοπίου & μικροσκόπιου |
των | μικροσκοπίων |
| αιτιατική | το | μικροσκόπιο | τα | μικροσκόπια |
| κλητική | μικροσκόπιο | μικροσκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

στερεοσκοπικό μικροσκόπιο (1)
Ετυμολογία
- μικροσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microscope < μικρός + σκοπέω
Ουσιαστικό
μικροσκόπιο ουδέτερο
Εκφράσεις
- με το/στο μικροσκόπιο: με/σε εξονυχιστικό έλεγχο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.