μικροβιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μικροβιοφόρος | η | μικροβιοφόρα | το | μικροβιοφόρο |
| γενική | του | μικροβιοφόρου | της | μικροβιοφόρας | του | μικροβιοφόρου |
| αιτιατική | τον | μικροβιοφόρο | τη | μικροβιοφόρα | το | μικροβιοφόρο |
| κλητική | μικροβιοφόρε | μικροβιοφόρα | μικροβιοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μικροβιοφόροι | οι | μικροβιοφόρες | τα | μικροβιοφόρα |
| γενική | των | μικροβιοφόρων | των | μικροβιοφόρων | των | μικροβιοφόρων |
| αιτιατική | τους | μικροβιοφόρους | τις | μικροβιοφόρες | τα | μικροβιοφόρα |
| κλητική | μικροβιοφόροι | μικροβιοφόρες | μικροβιοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μικροβιοφόρος < μικρόβι(ο) + -ο- + -φόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.vi.oˈfo.ɾos/
Μεταφράσεις
μικροβιοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.