μιαιφόνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μιαιφόνος | τὸ | μιαιφόνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μιαιφόνου | τοῦ | μιαιφόνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μιαιφόνῳ | τῷ | μιαιφόνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μιαιφόνον | τὸ | μιαιφόνον | ||
| κλητική ὦ! | μιαιφόνε | μιαιφόνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μιαιφόνοι | τὰ | μιαιφόνᾰ | ||
| γενική | τῶν | μιαιφόνων | τῶν | μιαιφόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μιαιφόνοις | τοῖς | μιαιφόνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μιαιφόνους | τὰ | μιαιφόνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μιαιφόνοι | μιαιφόνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μιαιφόνω | τὼ | μιαιφόνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μιαιφόνοιν | τοῖν | μιαιφόνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
μῐαιφόνος, -ος, -ον, συγκριτικός : μιαιφονώτερος, υπερθετικός : μιαιφονώτατος
- ο αιμοχαρής ο στιγματισμένος από αίμα φόνου, ένοχος αιμοτοχυσίας
- όπως στο στίχο: «Ἄρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα» (φράση που λένε στον Άρη, η Αθηνά (Ε.31) και ο Απόλλωνας (Ε.455) στην 5η ραψωδία της Ιλιάδας)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 31 (στίχοι 29-34)
- […] ἀτὰρ γλαυκῶπις Ἀθήνη
χειρὸς ἑλοῦσ’ ἐπέεσσι προσηύδα θοῦρον Ἄρηα:
«Ἄρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα
οὐκ ἂν δὴ Τρῶας μὲν ἐάσαιμεν καὶ Ἀχαιοὺς
μάρνασθ’, ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ,
νῶϊ δὲ χαζώμεσθα, Διὸς δ’ ἀλεώμεθα μῆνιν;»- → δείτε μεταφράσεις στο Ἄρης
- ※ 4ος κε αιώνας Λιβάνιος, Decl.49.37.7, (Georgios Fatouros, Tilman Krischer, Dietmar Najock, Concordantiae in Libanium: Konkordanz O-R, εκδ. Olms-Weidmann, 2000, σελ. 2172 και πλήρες κείμενο
- εγώ δε καινότατος των πώποτε κακούργων γεγενημένων ομού κακόνους και μιαιφόνος
Συγγενικά
- καταμιαιφονέομαι
- μιαιοφονέω
- μιαιοφονία
- συμμιαιφονέω
Αναφορές
- μιαίνω - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- μιαιφόνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μιαιφόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.