μιαιφόνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μιαιφόνος τὸ μιαιφόνον
      γενική τοῦ/τῆς μιαιφόνου τοῦ μιαιφόνου
      δοτική τῷ/τῇ μιαιφόν τῷ μιαιφόν
    αιτιατική τὸν/τὴν μιαιφόνον τὸ μιαιφόνον
     κλητική ! μιαιφόνε μιαιφόνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μιαιφόνοι τὰ μιαιφόν
      γενική τῶν μιαιφόνων τῶν μιαιφόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς μιαιφόνοις τοῖς μιαιφόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μιαιφόνους τὰ μιαιφόν
     κλητική ! μιαιφόνοι μιαιφόν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μιαιφόνω τὼ μιαιφόνω
      γεν-δοτ τοῖν μιαιφόνοιν τοῖν μιαιφόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μιαιφόνος < (μιαίνω) μιαι- + φόνος. Ο Beekes[1] θεωρεί το μιαι- ρηματικό στοιχείο (όπως και στο ταλαί-πωρος) και ταιριαστό στη φράση «ὁ μιαίνων φόνῳ». Επίσης, στη μορφή μιηφόνος, το μιη-, πιθανόν δευτερογενές όπως και στο Ἀλθαμενης, Ἀλθημένης

Επίθετο

μῐαιφόνος, -ος, -ον, συγκριτικός: μιαιφονώτερος, υπερθετικός:  μιαιφονώτατος

Συγγενικά

  • καταμιαιφονέομαι
  • μιαιοφονέω
  • μιαιοφονία
  • συμμιαιφονέω

Αναφορές

  1. μιαίνω - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.