κῦδος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ κῦδος
      γενική τοῦ κύδους - κύδεος
      δοτική τῷ κύδει - κύδεῐ̈
    αιτιατική τὸ κῦδος
     κλητική ! κῦδος
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κῦδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kewh₁- (αντιλαμβάνομαι, προσέχω)

Ουσιαστικό

κῦδος ουδέτερο

  1. δόξα
  2. καμάρι, ως χαρακτηρισμός προσώπων
    ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν ( Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 42 )
    Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι (Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη) Ξ 41

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.