κῦδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κῦδος | ||
| γενική | τοῦ | κύδους - κύδεος | ||
| δοτική | τῷ | κύδει - κύδεῐ̈ | ||
| αιτιατική | τὸ | κῦδος | ||
| κλητική ὦ! | κῦδος | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κῦδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kewh₁- (αντιλαμβάνομαι, προσέχω)
Ουσιαστικό
κῦδος ουδέτερο
- δόξα
- καμάρι, ως χαρακτηρισμός προσώπων
- ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν (⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 42 )
- Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι (Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη) Ξ 41
Πηγές
- κῦδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κῦδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.