στιγματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στιγματισμένος | η | στιγματισμένη | το | στιγματισμένο |
| γενική | του | στιγματισμένου | της | στιγματισμένης | του | στιγματισμένου |
| αιτιατική | τον | στιγματισμένο | τη | στιγματισμένη | το | στιγματισμένο |
| κλητική | στιγματισμένε | στιγματισμένη | στιγματισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στιγματισμένοι | οι | στιγματισμένες | τα | στιγματισμένα |
| γενική | των | στιγματισμένων | των | στιγματισμένων | των | στιγματισμένων |
| αιτιατική | τους | στιγματισμένους | τις | στιγματισμένες | τα | στιγματισμένα |
| κλητική | στιγματισμένοι | στιγματισμένες | στιγματισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στιγματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στιγματίζω
Μεταφράσεις
στιγματισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.