μάρναμαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μάρναμαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μάρναμαι (αποθετικό ρήμα που απαντά μόνο σε ορισμένους τύπους)

  1. πολεμώ, μάχομαι
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 497 (495-497)
    πρῶτα μὲν ὄτρυνον Λυκίων ἡγήτορας ἄνδρας, | πάντῃ ἐποιχόμενος, Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι· | αὐτὰρ ἔπειτα καὶ αὐτὸς ἐμεῦ πέρι μάρναο χαλκῷ.
    Και των Λυκίων πρώτα ειπέ στους πρώτους πολεμάρχους | εδώ στον Σαρπηδόνα εμπρός την λόγχην να προβάλλουν, | με το κοντάρι σου και συ πολέμα να με σώσεις.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 513 (512-513)
    οὐ μὰν οὐδ᾽ Ἀχιλεύς, Θέτιδος πάϊς ἠϋκόμοιο, | μάρναται, ἀλλ᾽ ἐπὶ νηυσὶ χόλον θυμαλγέα πέσσει.»
    ούτ᾽ ο Αχιλλέας μάχεται, ο υιός της καλλικόμου | Θέτιδος, αλλά τον θυμόν τρέφει σιμά στα πλοία».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 401
    τὴν ὥρην] μάρναντο, πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
    Αυτήν την εποχή] πολέμαγαν κι ορυμαγδό σηκώνανε πολύ.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 249 (248-250)
    λέγουσι δ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον | ζῶμεν κατ᾽ οἴκους, οἱ δὲ μάρνανται δορί, | κακῶς φρονοῦντες·
    Λένε, βέβαια, για μας πως ζούμε βίο ακίνδυνο | μέσα στο σπίτι, ενώ εκείνοι πολεμάνε με το δόρυ | — μέγα σφάλμα!
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
  2. καυγαδίζω, φιλονικώ
  3. συναγωνίζομαι, αγωνίζομαι, προσπαθώ με όλη μου τη δύναμη
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 5. Ψαύμιδι Καμαριναίῳ άπήνῃ, 15 (5.15-5.16)
    αἰεὶ δ᾽ ἀμφ᾽ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον | κινδύνῳ κεκαλυμμένον·
    • Αλλά για τη δόξα χρειάζεται πάντοτε και κόπος και δαπάνη, | που οδηγούν σε κατόρθωμα στον κίνδυνο κρυμμένο·
      Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greeklanguage.gr
    • Αλλά για τις αρετές πάντα συναγωνίζονται ο κόπος και η δαπάνη, | για να επιτευχθεί κατόρθωμα, που ενέχει κίνδυνο συγκαλυμμένο·
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

  • βάρναμαι

Σύνθετα

  • ἐπιμάρναμαι
  • περιμάρναμαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Ρηματικοί τύποι:

  • επικός τύπος: προστακτική ενεστ. μάρναο
  • επικός τύπος: παρατ. γ' ενικ. μάρνατο
  • επικός τύπος: παρατ. α' πληθ. μαρνάμεθα
  • επικός τύπος: παρατ. γ' πληθ. μάρναντο
  • ποιητικός τύπος: απαρέμφατο ενεστ. μάρνασθαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.