δέ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δέ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *de

Μόριο

δέ (ως αντιθετικός σύνδεσμος)

Σημειώσεις

  • Λειτουργεί ως αντιθετικός σύνδεσμος μαζί με άλλα μόρια ή και μόνο του, πολύ συχνά σε αντιδαστολή ή σε αντιστοιχία προς το μέν

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.