βάση δεδομένων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βάση δεδομένων < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική database,  δείτε τις λέξεις βάση και δεδομένο, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1962[1]

Πολυλεκτικός όρος

βάση δεδομένων θηλυκό

  1. (πληροφορική) ένα σύνολο πληροφοριών οργανωμένο και ταξινομημένο κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η εμφάνισή τους και η αναζήτηση από ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
  2. (πληροφορική) ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή που χρησιμοποιείται για να συνθέσει ένα σύνολο πληροφοριών με οργανωμένο τρόπο και να τις αναζητήσει ή επεξεργαστεί[1]
    συντομογραφία : ΒΔ

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL», σελ. 11-12. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.