Μητρῷον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Μητρῷον | τὰ | Μητρῷᾰ |
| γενική | τοῦ | Μητρῴου | τῶν | Μητρῴων |
| δοτική | τῷ | Μητρῴῳ | τοῖς | Μητρῴοις |
| αιτιατική | τὸ | Μητρῷον | τὰ | Μητρῷᾰ |
| κλητική ὦ! | Μητρῷον | Μητρῷᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μητρῴω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Μητρῴοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μητρῷον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μητρῷος. Εννοείται το ουσιαστικό ἱερόν
Πηγές
- μητρῷος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.