μητρώος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μητρώος | η | μητρώα | το | μητρώο |
| γενική | του | μητρώου | της | μητρώας | του | μητρώου |
| αιτιατική | τον | μητρώο | τη | μητρώα | το | μητρώο |
| κλητική | μητρώε | μητρώα | μητρώο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μητρώοι | οι | μητρώες | τα | μητρώα |
| γενική | των | μητρώων | των | μητρώων | των | μητρώων |
| αιτιατική | τους | μητρώους | τις | μητρώες | τα | μητρώα |
| κλητική | μητρώοι | μητρώες | μητρώα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μητρώος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητρῷος < → δείτε τη λέξη μήτηρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈtɾo.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐τρώ‐ος
Μεταφράσεις
μητρώος
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.