βαθμίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμίδα οι βαθμίδες
      γενική της βαθμίδας των βαθμίδων
    αιτιατική τη βαθμίδα τις βαθμίδες
     κλητική βαθμίδα βαθμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθμίδα

Προφορά

ΔΦΑ : /vaˈθmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαθμίδα
παλιότερος συλλαβισμός: βαθμίδα

Ουσιαστικό

βαθμίδα θηλυκό

  1. σκαλοπάτι, αναβαθμός
  2. βαθμός κατάταξης, σε μια ιεραρχημένη κλίμακα
    1. (γλωσσολογία)  δείτε τον όρο μεταπτωτική βαθμίδα
    2. (ταξινομία)  δείτε τον όρο ταξινομική βαθμίδα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βαθμός

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βαθμίδα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.