μετεξεταστέα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετεξεταστέα οι μετεξεταστέες
      γενική της μετεξεταστέας των μετεξεταστέων
    αιτιατική τη μετεξεταστέα τις μετεξεταστέες
     κλητική μετεξεταστέα μετεξεταστέες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετεξεταστέα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μετεξεταστέος

Προφορά

ΔΦΑ : /me.te.kse.taˈste.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετεξεταστέα

Ουσιαστικό

μετεξεταστέα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μετεξεταστέος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μετεξεταστέα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μετεξεταστέος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μετεξεταστέος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.