λουόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λουόμενος | η | λουόμενη | το | λουόμενο |
| γενική | του | λουόμενου | της | λουόμενης | του | λουόμενου |
| αιτιατική | τον | λουόμενο | τη | λουόμενη | το | λουόμενο |
| κλητική | λουόμενε | λουόμενη | λουόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λουόμενοι | οι | λουόμενες | τα | λουόμενα |
| γενική | των | λουόμενων | των | λουόμενων | των | λουόμενων |
| αιτιατική | τους | λουόμενους | τις | λουόμενες | τα | λουόμενα |
| κλητική | λουόμενοι | λουόμενες | λουόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λουόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος λούω· λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική λούομαι (λούζομαι), με λανθασμένη μεταβολή σημασίας ως μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική baigneur [1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λούζω
Μεταφράσεις
λουόμενος
|
Αναφορές
- λουόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.