λούζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λούζομαι < παθητική φωνή του ρήματος λούζω
Ρήμα
λούζομαι, πρτ.: λουζόμουν, στ.μέλλ.: θα λουστώ, αόρ.: λούστηκα, μτχ.π.π.: λουσμένος
- (αμετάβατο) λούζω τα μαλλιά μου
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) υπομένω κάποιον ή κάτι ενοχλητικό
- εγώ γλίτωσα προς το παρόν από δαύτονε· σειρά σου να τον λουστείς εσύ
Μεταφράσεις
λούζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.