κολυμπάω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κολυμπάω - κολυμπώ | κολυμπούσα | θα κολυμπάω - κολυμπώ | να κολυμπάω - κολυμπώ | κολυμπώντας | |
| β' ενικ. | κολυμπάς | κολυμπούσες | θα κολυμπάς | να κολυμπάς | κολύμπα - κολύμπαγε | |
| γ' ενικ. | κολυμπάει - κολυμπά | κολυμπούσε | θα κολυμπάει - κολυμπά | να κολυμπάει - κολυμπά | ||
| α' πληθ. | κολυμπάμε - κολυμπούμε | κολυμπούσαμε | θα κολυμπάμε - κολυμπούμε | να κολυμπάμε - κολυμπούμε | ||
| β' πληθ. | κολυμπάτε | κολυμπούσατε | θα κολυμπάτε | να κολυμπάτε | κολυμπάτε | |
| γ' πληθ. | κολυμπάν(ε) - κολυμπούν(ε) | κολυμπούσαν(ε) | θα κολυμπάν(ε) - κολυμπούν(ε) | να κολυμπάν(ε) - κολυμπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κολύμπησα | θα κολυμπήσω | να κολυμπήσω | κολυμπήσει | ||
| β' ενικ. | κολύμπησες | θα κολυμπήσεις | να κολυμπήσεις | κολύμπα - κολύμπησε | ||
| γ' ενικ. | κολύμπησε | θα κολυμπήσει | να κολυμπήσει | |||
| α' πληθ. | κολυμπήσαμε | θα κολυμπήσουμε | να κολυμπήσουμε | |||
| β' πληθ. | κολυμπήσατε | θα κολυμπήσετε | να κολυμπήσετε | κολυμπήστε | ||
| γ' πληθ. | κολύμπησαν κολυμπήσαν(ε) |
θα κολυμπήσουν(ε) | να κολυμπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κολυμπήσει | είχα κολυμπήσει | θα έχω κολυμπήσει | να έχω κολυμπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κολυμπήσει | είχες κολυμπήσει | θα έχεις κολυμπήσει | να έχεις κολυμπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κολυμπήσει | είχε κολυμπήσει | θα έχει κολυμπήσει | να έχει κολυμπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κολυμπήσει | είχαμε κολυμπήσει | θα έχουμε κολυμπήσει | να έχουμε κολυμπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κολυμπήσει | είχατε κολυμπήσει | θα έχετε κολυμπήσει | να έχετε κολυμπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κολυμπήσει | είχαν κολυμπήσει | θα έχουν κολυμπήσει | να έχουν κολυμπήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.