λούζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λούζω < αρχαία ελληνική λούω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlu.zo/

Ρήμα

λούζω (παθητική φωνή: λούζομαι)

  1. (μεταβατικό) πλένω τα μαλλιά
  2. (μεταβατικό) βρέχω πάρα πολύ, μουσκεύω
    τα διερχόμενα αυτοκίνητα με έλουσαν με τα νερά του δρόμου
  3. (μεταβατικό) (μεταφορικά) επιπλήττω έντονα
    τον έλουσε με βρισιές
  4. (μεταβατικό) (μεταφορικά) γεμίζω με άπλετο φως, φωτίζω
    το φως του φεγγαριού έλουζε το μπαλκόνι

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.