λούζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λούζω < αρχαία ελληνική λούω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlu.zo/
Ρήμα
λούζω (παθητική φωνή: λούζομαι)
- (μεταβατικό) πλένω τα μαλλιά
- (μεταβατικό) βρέχω πάρα πολύ, μουσκεύω
- τα διερχόμενα αυτοκίνητα με έλουσαν με τα νερά του δρόμου
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) επιπλήττω έντονα
- τον έλουσε με βρισιές
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) γεμίζω με άπλετο φως, φωτίζω
- το φως του φεγγαριού έλουζε το μπαλκόνι
Εκφράσεις
- με έλουσε κρύος ιδρώτας → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.