λογιότατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογιότατος η λογιότατη το λογιότατο
      γενική του λογιότατου της λογιότατης του λογιότατου
    αιτιατική τον λογιότατο τη λογιότατη το λογιότατο
     κλητική λογιότατε λογιότατη λογιότατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογιότατοι οι λογιότατες τα λογιότατα
      γενική των λογιότατων των λογιότατων των λογιότατων
    αιτιατική τους λογιότατους τις λογιότατες τα λογιότατα
     κλητική λογιότατοι λογιότατες λογιότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λογιότατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λογιώτατος, υπερθετικός βαθμός του αρχαίου λόγιος. Συγχρονικά αναλύεται σε λόγι(ος) + -ότατος.

Προφορά

ΔΦΑ : /lo.ʝiˈo.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λογιότατος

Επίθετο

λογιότατος, -η, -ο

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λογιότατος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.