λογιοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λογιοσύνη | οι | λογιοσύνες |
| γενική | της | λογιοσύνης | των | (λογιοσυνών) |
| αιτιατική | τη | λογιοσύνη | τις | λογιοσύνες |
| κλητική | λογιοσύνη | λογιοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λογιοσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα (για έναν άνθρωπο) του λογίου, η μόρφωση και η πνευματική καλλιέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.