λογιοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογιοσύνη οι λογιοσύνες
      γενική της λογιοσύνης των (λογιοσυνών)
    αιτιατική τη λογιοσύνη τις λογιοσύνες
     κλητική λογιοσύνη λογιοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογιοσύνη < λόγι(ος) + -οσύνη

Ουσιαστικό

λογιοσύνη θηλυκό

  • η ιδιότητα (για έναν άνθρωπο) του λογίου, η μόρφωση και η πνευματική καλλιέργεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.