-ότατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ότατος η -ότατη το -ότατο
      γενική του -ότατου της -ότατης του -ότατου
    αιτιατική τον -ότατο τη(ν) -ότατη το -ότατο
     κλητική -ότατε -ότατη -ότατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ότατοι οι -ότατες τα -ότατα
      γενική των -ότατων των -ότατων των -ότατων
    αιτιατική τους -ότατους τις -ότατες τα -ότατα
     κλητική -ότατοι -ότατες -ότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ότατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ότατος, -ώτατος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τατος

Επίθημα

-ότατος, -η, -ο

Αναφορές

Πηγές

  • -ότατος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.