σοφολογιότατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σοφολογιότατος | η | σοφολογιότατη | το | σοφολογιότατο |
| γενική | του | σοφολογιότατου | της | σοφολογιότατης | του | σοφολογιότατου |
| αιτιατική | τον | σοφολογιότατο | τη | σοφολογιότατη | το | σοφολογιότατο |
| κλητική | σοφολογιότατε | σοφολογιότατη | σοφολογιότατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σοφολογιότατοι | οι | σοφολογιότατες | τα | σοφολογιότατα |
| γενική | των | σοφολογιότατων | των | σοφολογιότατων | των | σοφολογιότατων |
| αιτιατική | τους | σοφολογιότατους | τις | σοφολογιότατες | τα | σοφολογιότατα |
| κλητική | σοφολογιότατοι | σοφολογιότατες | σοφολογιότατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σοφολογιότατος < σοφός + -ο- + λογιότατος
Επίθετο
σοφολογιότατος
- (παρωχημένο) που είναι σοφός και λόγιος
- (ειρωνικό) (παρωχημένο) που τον διακρίνει σχολαστικισμός
Μεταφράσεις
σοφολογιότατος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.