λογιώτατος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λογιώτατος λογιωτάτη τὸ λογιώτατον
      γενική τοῦ λογιωτάτου τῆς λογιωτάτης τοῦ λογιωτάτου
      δοτική τῷ λογιωτάτ τῇ λογιωτάτ τῷ λογιωτάτ
    αιτιατική τὸν λογιώτατον τὴν λογιωτάτην τὸ λογιώτατον
     κλητική ! λογιώτατε λογιωτάτη λογιώτατον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λογιώτατοι αἱ λογιώταται τὰ λογιώτατ
      γενική τῶν λογιωτάτων τῶν λογιωτάτων τῶν λογιωτάτων
      δοτική τοῖς λογιωτάτοις ταῖς λογιωτάταις τοῖς λογιωτάτοις
    αιτιατική τοὺς λογιωτάτους τὰς λογιωτάτᾱς τὰ λογιώτατ
     κλητική ! λογιώτατοι λογιώταται λογιώτατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λογιωτάτω τὼ λογιωτάτ τὼ λογιωτάτω
      γεν-δοτ τοῖν λογιωτάτοιν τοῖν λογιωτάταιν τοῖν λογιωτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λογιώτατος < λόγι(ος) + -ώτατος

Επίθετο

λογιώτατος, -η, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.