σοφολογιοτατισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σοφολογιοτατισμός | οι | σοφολογιοτατισμοί |
| γενική | του | σοφολογιοτατισμού | των | σοφολογιοτατισμών |
| αιτιατική | τον | σοφολογιοτατισμό | τους | σοφολογιοτατισμούς |
| κλητική | σοφολογιοτατισμέ | σοφολογιοτατισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοφολογιοτατισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σοφολογιοτατισμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σοφολογιοτατισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.