λεῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

λεῖος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

λεῖος

  1. απαλός, λείος, ομαλός στην αφή
  2. που έχει απαλή επιδερμίδα, χωρίς γένια, άτριχος
  3. (μεταφορικά) λέγεται για τον άνεμο απαλός, μαλακός, ήπιος
  4. λέγεται για τις λέξεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.