λιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιωμένος | η | λιωμένη | το | λιωμένο |
| γενική | του | λιωμένου | της | λιωμένης | του | λιωμένου |
| αιτιατική | τον | λιωμένο | τη | λιωμένη | το | λιωμένο |
| κλητική | λιωμένε | λιωμένη | λιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιωμένοι | οι | λιωμένες | τα | λιωμένα |
| γενική | των | λιωμένων | των | λιωμένων | των | λιωμένων |
| αιτιατική | τους | λιωμένους | τις | λιωμένες | τα | λιωμένα |
| κλητική | λιωμένοι | λιωμένες | λιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
λιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λιώνω
Μετοχή
λιωμένος, -η, -ο
- που έχει ρευστοποιηθεί, που έχει λιώσει
- πολτοποιημένος
- (μεταφορικά) καταπλακωμένος
- (μεταφορικά) εξασθενισμένος, καταρρακωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.