λιωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιωμένος η λιωμένη το λιωμένο
      γενική του λιωμένου της λιωμένης του λιωμένου
    αιτιατική τον λιωμένο τη λιωμένη το λιωμένο
     κλητική λιωμένε λιωμένη λιωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιωμένοι οι λιωμένες τα λιωμένα
      γενική των λιωμένων των λιωμένων των λιωμένων
    αιτιατική τους λιωμένους τις λιωμένες τα λιωμένα
     κλητική λιωμένοι λιωμένες λιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λιώνω

Μετοχή

λιωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ρευστοποιηθεί, που έχει λιώσει
  2. πολτοποιημένος
  3. (μεταφορικά) καταπλακωμένος
  4. (μεταφορικά) εξασθενισμένος, καταρρακωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.