λιώμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιώμα < λιώνω
Ουσιαστικό
λιώμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- οτιδήποτε πολύ λιωμένο ή συμπιεσμένο λόγω συμπίεσης ή υπερβολικού χτυπήματος
- (μεταφορικά) υπερβολική ψυχική κούραση, ψυχική καταρράκωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.