λιώμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λιώμα < λιώνω

Ουσιαστικό

λιώμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. οτιδήποτε πολύ λιωμένο ή συμπιεσμένο λόγω συμπίεσης ή υπερβολικού χτυπήματος
  2. (μεταφορικά) υπερβολική ψυχική κούραση, ψυχική καταρράκωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.