δοκιμάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δοκιμάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος δοκιμάζω
Ρήμα
δοκιμάζομαι
- με δοκιμάζουν, με περνούν από δοκιμές
- δοκιμάζονται τα νέα εμβόλια
- δοκιμάζω τον εαυτό μου, την αντοχή μου, τα όρια μου κλπ
- υφίσταμαι δοκιμασίες, ταλαιπωρούμαι
- η χώρα δοκιμάζεται από τον παρατεταμένο καύσωνα
Μεταφράσεις
δοκιμάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.