δοκιμάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δοκιμάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος δοκιμάζω

Ρήμα

δοκιμάζομαι

  1. με δοκιμάζουν, με περνούν από δοκιμές
    δοκιμάζονται τα νέα εμβόλια
  2. δοκιμάζω τον εαυτό μου, την αντοχή μου, τα όρια μου κλπ
  3. υφίσταμαι δοκιμασίες, ταλαιπωρούμαι
    η χώρα δοκιμάζεται από τον παρατεταμένο καύσωνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.