λεπταίνω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λεπταίνω | λέπταινα | θα λεπταίνω | να λεπταίνω | λεπταίνοντας | |
| β' ενικ. | λεπταίνεις | λέπταινες | θα λεπταίνεις | να λεπταίνεις | λέπταινε | |
| γ' ενικ. | λεπταίνει | λέπταινε | θα λεπταίνει | να λεπταίνει | ||
| α' πληθ. | λεπταίνουμε | λεπταίναμε | θα λεπταίνουμε | να λεπταίνουμε | ||
| β' πληθ. | λεπταίνετε | λεπταίνατε | θα λεπταίνετε | να λεπταίνετε | λεπταίνετε | |
| γ' πληθ. | λεπταίνουν(ε) | λέπταιναν λεπταίναν(ε) |
θα λεπταίνουν(ε) | να λεπταίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λέπτυνα | θα λεπτύνω | να λεπτύνω | λεπτύνει | ||
| β' ενικ. | λέπτυνες | θα λεπτύνεις | να λεπτύνεις | λέπτυνε | ||
| γ' ενικ. | λέπτυνε | θα λεπτύνει | να λεπτύνει | |||
| α' πληθ. | λεπτύναμε | θα λεπτύνουμε | να λεπτύνουμε | |||
| β' πληθ. | λεπτύνατε | θα λεπτύνετε | να λεπτύνετε | λεπτύνετε | ||
| γ' πληθ. | λέπτυναν λεπτύναν(ε) |
θα λεπτύνουν(ε) | να λεπτύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λεπτύνει | είχα λεπτύνει | θα έχω λεπτύνει | να έχω λεπτύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις λεπτύνει | είχες λεπτύνει | θα έχεις λεπτύνει | να έχεις λεπτύνει | ||
| γ' ενικ. | έχει λεπτύνει | είχε λεπτύνει | θα έχει λεπτύνει | να έχει λεπτύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λεπτύνει | είχαμε λεπτύνει | θα έχουμε λεπτύνει | να έχουμε λεπτύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε λεπτύνει | είχατε λεπτύνει | θα έχετε λεπτύνει | να έχετε λεπτύνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λεπτύνει | είχαν λεπτύνει | θα έχουν λεπτύνει | να έχουν λεπτύνει |
| |
Μεταφράσεις
λεπταίνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.