λεύκανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεύκανση | οι | λευκάνσεις |
| γενική | της | λεύκανσης* | των | λευκάνσεων |
| αιτιατική | τη | λεύκανση | τις | λευκάνσεις |
| κλητική | λεύκανση | λευκάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, λευκάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεύκανση < αρχαία ελληνική λεύκανσις < λευκαίνω < λευκός
Συνώνυμα
- ξάσπρισμα
- άσπρισμα
- ασβέστωμα (για τοίχους)
- λεύκασμα
- μπαμπάκιασμα
- γνάψιμο (για υφάσματα)
- ξεθώριασμα
Συγγενικά
- λευκαίνω
- λευκαίνομαι
- λευκαντής
- λευκαστής
- λευκαντικός
- λεύκασμα
- λευκασμένος
- λευκάζω
- λευκάνσιμος
- λευκαντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.